ἡδυντικά

ἡδυντικά
ἡδυντικός
fit for seasoning
neut nom/voc/acc pl
ἡδυντικά̱ , ἡδυντικός
fit for seasoning
fem nom/voc/acc dual
ἡδυντικά̱ , ἡδυντικός
fit for seasoning
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηδυντικός — ή, ό (Α ἡδυντικός, ή, όν) [ηδύνω] αυτός που κάνει κάτι γλυκό και νόστιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικά τα καρυκεύματα αρχ. 1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡδυντική η τέχνη τής καρυκεύσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”